ΚΟΙΝΩΝΙΑ
γράφει η Ιωάννα Σωτήρχου *
«Δεν είμαστε κλέφτες, η ανάγκη μάς έβγαλε στον δρόμο να ζητήσουμε λεφτά και ένα πιάτο φαΐ από τον παπά, αυτά να πεις»
Από τη συνέντευξη του 78χρονου Ν.
Κατάφερε έτσι να φωτίσει για πρώτη φορά το φαινόμενο, μέσα από την εθνογραφική προσέγγιση αυτών των ανθρώπων.
Γνώρισε, συνομίλησε και ακολούθησε στις χωροχρονικές διαδρομές τους 108 επαίτες-πληροφοριοδότες, έχοντας ορίσει ως εθνογραφικό πεδίο για την επιτόπια έρευνά του την περιοχή του Περιστερίου και εν μέρει τον Κολωνό και το Αιγάλεω.
Σε μερικές περιπτώσεις, επισκέφτηκε ακόμη και το σπίτι τους -γιατί σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουμε δεν είναι όλοι άστεγοι: οι 95 στους 108 είχαν κάποιας μορφής κατάλυμα.
Και αυτή δεν είναι η μόνη στερεοτυπική μας οπτική που καταρρίπτει αυτή η μελέτη, που εκτείνεται σε περισσότερες από 950 σελίδες στο βιβλίο «Η επαιτεία στην πόλη. Μορφές οργάνωσης- στρατηγικές επιβίωσης- ταυτότητες», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Στη μελέτη του κ. Κούζα, οι ζητιάνοι βγαίνουν από την αφάνεια και έρχονται στο προσκήνιο, μαθαίνουμε για τη ζωή τους, τις επιλογές τους, την κοινωνική προέλευσή τους, τις απόψεις τις δικές «τους» και τις δικές «μας»: εμάς των άλλων, καθώς ο ερευνητής μίλησε επίσης με τους ανθρώπους στις υπηρεσίες αλληλεγγύης του Δήμου Περιστερίου, της Μητρόπολης, περαστικούς και καταστηματάρχες.
Οι αφηγήσεις των επαιτών, η δική τους φωνή βρίσκεται στον αντίποδα της τάσης «θυματοποίησής» τους από τον Τύπο, που συχνά τους παρουσιάζει ως παθητικά υποκείμενα, που μοιρολατρικά αποδέχονται την περιθωριοποίησή τους, αφού, όπως μας λέει ο ερευνητής: «Από την έρευνα στο πεδίο και με τη χρήση της βιογραφικής μεθόδου μπόρεσα να καταλήξω στο συμπέρασμα πως οι πληροφορητές, όπως γίνεται εμφανές μέσα από τον λόγο και τη βιωμένη εμπειρία τους, δεν δέχονταν την περιθωριοποίησή τους από την κοινωνία. Αντίθετα, διαπίστωσα πως ήταν δρώντα και δυναμικά κοινωνικά υποκείμενα, που μετείχαν ενεργά στις κοινωνικές διαδικασίες. Οι ίδιοι αγωνίζονταν καθημερινά για να επιβιώσουν, τόσο εκείνοι όσο και τα παιδιά τους».
Αρκετοί από τους ανθρώπους που συνάντησε -οι 33 στους 108- δεν ζούσαν μόνοι, αλλά είχαν οικογένεια.
Πάλι σε πείσμα των γενικευμένων αντιλήψεων, συνάντησε στην πλειονότητά τους Ελληνες επαίτες, μέσης και μεγάλης ηλικίας, κυρίως γυναίκες, που είχαν στο παρελθόν ένα επάγγελμα, ενώ είχαν ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση.
Αν κάτι ξαφνιάζει δυσάρεστα, είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που ασκούν την επαιτεία (98) δεν καταφέρνουν να ζήσουν από αυτήν και εξαρτούν την επιβίωσή τους από τις κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου και της ενορίας, πασχίζουν να συμπληρώσουν το εισόδημά τους με περιστασιακές δουλειές όποτε βρίσκουν, ενώ από τους ηλικιωμένους που συνάντησε, αρκετοί ήταν αυτοί που κατέφευγαν στη ζητιανιά, αδυνατώντας να επιβιώσουν με τη σύνταξή τους.
Ο ερευνητής μάς ξεκαθαρίζει ότι «δεν μπορούμε να μιλήσουμε για έναν “χαρακτηριστικό τύπο” ζητιάνου. Πρόκειται για περιθωριοποιημένους ανθρώπους, όπου και 100 περιπτώσεις ανθρώπων να μελετούσαμε, θα βρίσκαμε 100 διαφορετικές διαδρομές ζωής που τους οδήγησαν στην επαιτεία. Κάθε πληροφοριοδότης και καθεμιά πληροφοριοδότρια κουβαλά τη δική του/της μοναδική ιστορία για το πώς έφτασε να επιβιώνει από την επαιτεία και οι αφηγήσεις των ανθρώπων αυτών, πέρα από συγκινητικές, είναι χωρίς αμφιβολία και συγκλονιστικές για τον ερευνητή που έρχεται σε επαφή μαζί τους».
● Πώς θα συνοψίζατε τα βασικότερα συμπεράσματα από την πολύχρονη έρευνά σας;
[*] http://www.efsyn.gr/arthro/zitianos-aytos-o-agnostos
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η περιθωριοποίηση του ανθρώπου
Από τη γενιά των 700 στη γενιά των 380 ευρώ
EUROKINISSI / ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ
γράφει η Ιωάννα Σωτήρχου *
«Δεν είμαστε κλέφτες, η ανάγκη μάς έβγαλε στον δρόμο να ζητήσουμε λεφτά και ένα πιάτο φαΐ από τον παπά, αυτά να πεις»
Από τη συνέντευξη του 78χρονου Ν.
Τους συναντάμε καθημερινά στον δημόσιο χώρο. Λίγα όμως γνωρίζουμε για αυτούς. Τα περισσότερα τα υποθέτουμε. Ο λόγος για τους ζητιάνους.
Στην επιτόπια εθνογραφική του έρευνα, που ξεκίνησε στα τέλη του 2009 και κράτησε μέχρι το 2014 και συνέπεσε με την κρίση, ο διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, διδάκτορας λαογραφίας Γιώργος Κούζας, πέρασε 4,5 χρόνια μαζί τους, ακολουθώντας τους στην καθημερινή τους πορεία, για να απαντήσει στο ερώτημα ποιοι είναι οι ζητιάνοι, αυτή η ομάδα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στους οποίους η πρόσβαση είναι περιορισμένη και δύσκολη.Κατάφερε έτσι να φωτίσει για πρώτη φορά το φαινόμενο, μέσα από την εθνογραφική προσέγγιση αυτών των ανθρώπων.
Γνώρισε, συνομίλησε και ακολούθησε στις χωροχρονικές διαδρομές τους 108 επαίτες-πληροφοριοδότες, έχοντας ορίσει ως εθνογραφικό πεδίο για την επιτόπια έρευνά του την περιοχή του Περιστερίου και εν μέρει τον Κολωνό και το Αιγάλεω.
Σε μερικές περιπτώσεις, επισκέφτηκε ακόμη και το σπίτι τους -γιατί σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουμε δεν είναι όλοι άστεγοι: οι 95 στους 108 είχαν κάποιας μορφής κατάλυμα.
Και αυτή δεν είναι η μόνη στερεοτυπική μας οπτική που καταρρίπτει αυτή η μελέτη, που εκτείνεται σε περισσότερες από 950 σελίδες στο βιβλίο «Η επαιτεία στην πόλη. Μορφές οργάνωσης- στρατηγικές επιβίωσης- ταυτότητες», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Στη μελέτη του κ. Κούζα, οι ζητιάνοι βγαίνουν από την αφάνεια και έρχονται στο προσκήνιο, μαθαίνουμε για τη ζωή τους, τις επιλογές τους, την κοινωνική προέλευσή τους, τις απόψεις τις δικές «τους» και τις δικές «μας»: εμάς των άλλων, καθώς ο ερευνητής μίλησε επίσης με τους ανθρώπους στις υπηρεσίες αλληλεγγύης του Δήμου Περιστερίου, της Μητρόπολης, περαστικούς και καταστηματάρχες.
Οι αφηγήσεις των επαιτών, η δική τους φωνή βρίσκεται στον αντίποδα της τάσης «θυματοποίησής» τους από τον Τύπο, που συχνά τους παρουσιάζει ως παθητικά υποκείμενα, που μοιρολατρικά αποδέχονται την περιθωριοποίησή τους, αφού, όπως μας λέει ο ερευνητής: «Από την έρευνα στο πεδίο και με τη χρήση της βιογραφικής μεθόδου μπόρεσα να καταλήξω στο συμπέρασμα πως οι πληροφορητές, όπως γίνεται εμφανές μέσα από τον λόγο και τη βιωμένη εμπειρία τους, δεν δέχονταν την περιθωριοποίησή τους από την κοινωνία. Αντίθετα, διαπίστωσα πως ήταν δρώντα και δυναμικά κοινωνικά υποκείμενα, που μετείχαν ενεργά στις κοινωνικές διαδικασίες. Οι ίδιοι αγωνίζονταν καθημερινά για να επιβιώσουν, τόσο εκείνοι όσο και τα παιδιά τους».
Αρκετοί από τους ανθρώπους που συνάντησε -οι 33 στους 108- δεν ζούσαν μόνοι, αλλά είχαν οικογένεια.
Πάλι σε πείσμα των γενικευμένων αντιλήψεων, συνάντησε στην πλειονότητά τους Ελληνες επαίτες, μέσης και μεγάλης ηλικίας, κυρίως γυναίκες, που είχαν στο παρελθόν ένα επάγγελμα, ενώ είχαν ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση.
Περιστασιακές δουλειές
Η ανθρωπολογική εξέταση του φαινομένου της επαιτείας στον σύγχρονο αστικό χώρο ανέδειξε ακόμη ότι αρκετοί ζητιάνοι (42/108) είχαν ένα εισόδημα -συνήθως σύνταξη ή επίδομα-, που όμως δεν επαρκούσε για την επιβίωσή τους, ενώ πολλοί (44/108) εξωθήθηκαν στην επαιτεία, εξαιτίας της κατάστασης της υγείας τους: οι μισοί είχαν κινητική αδυναμία ή γενικευμένη αναπηρία, ήταν καρκινοπαθείς ή ασθενείς με AIDS.Αν κάτι ξαφνιάζει δυσάρεστα, είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που ασκούν την επαιτεία (98) δεν καταφέρνουν να ζήσουν από αυτήν και εξαρτούν την επιβίωσή τους από τις κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου και της ενορίας, πασχίζουν να συμπληρώσουν το εισόδημά τους με περιστασιακές δουλειές όποτε βρίσκουν, ενώ από τους ηλικιωμένους που συνάντησε, αρκετοί ήταν αυτοί που κατέφευγαν στη ζητιανιά, αδυνατώντας να επιβιώσουν με τη σύνταξή τους.
Ο ερευνητής μάς ξεκαθαρίζει ότι «δεν μπορούμε να μιλήσουμε για έναν “χαρακτηριστικό τύπο” ζητιάνου. Πρόκειται για περιθωριοποιημένους ανθρώπους, όπου και 100 περιπτώσεις ανθρώπων να μελετούσαμε, θα βρίσκαμε 100 διαφορετικές διαδρομές ζωής που τους οδήγησαν στην επαιτεία. Κάθε πληροφοριοδότης και καθεμιά πληροφοριοδότρια κουβαλά τη δική του/της μοναδική ιστορία για το πώς έφτασε να επιβιώνει από την επαιτεία και οι αφηγήσεις των ανθρώπων αυτών, πέρα από συγκινητικές, είναι χωρίς αμφιβολία και συγκλονιστικές για τον ερευνητή που έρχεται σε επαφή μαζί τους».
Ο συγγραφέας του 950 σελίδων βιβλίου, ερευνητής λαογράφος,
διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Γιώργος Κούζας |
Ο λόγος στον κοινωνικό ερευνητή που εμβάθυνε στο φαινόμενο, μελετώντας για πρώτη φορά την επαιτεία μέσα από πολυετή επιτόπια εθνογραφική έρευνα.
● Αλλαξε η κρίση το πληθυσμιακό μωσαϊκό της επαιτείας; Ποιοι είναι οι ζητιάνοι στη σύγχρονη πόλη;
«Ναι, αυτό είναι απολύτως βέβαιο. Αυξήθηκαν σε πολύ σημαντικό βαθμό τόσο οι Ελληνες, που είτε έχασαν την εργασία τους και επαιτούν είτε είναι συνταξιούχοι με πολύ μικρές συντάξεις που αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην επαιτεία για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους με όσα κερδίζουν από την επαιτεία, όσο και οι μετανάστες.
Ο αριθμός των μεταναστών που επίσης δεν έχουν πλέον εργασία έχει εντυπωσιακά αυξηθεί. Δεν μπορούμε να ορίσουμε “τύπους’’ ζητιάνων, αντίθετα μπορούμε να μιλήσουμε για κοινά αίτια, που τους ώθησαν στο κοινωνικό περιθώριο και στην επαιτεία ως “διέξοδο” στα καθημερινά οικονομικά αδιέξοδά τους.
Ηλικιωμένοι με πολύ χαμηλές συντάξεις, μακροχρόνια άνεργοι, περιστασιακά εργαζόμενοι, πρώην φυλακισμένοι, ασθενείς και χρονίως πάσχοντες, αλκοολικοί, ναρκομανείς, άστεγοι, άτομα χωρίς κανένα εισόδημα ήταν άνθρωποι που επαιτούσαν με μόνο κοινό τους σημείο τη δεινή οικονομική τους θέση και την επιβίωση μέσω της επαιτείας.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση της εμπορίας ανθρώπων που δεν επαιτούν με τη δική τους θέληση, αλλά τους εκμεταλλεύονται οργανωμένα κυκλώματα...
● Ποια είναι η καθημερινότητά τους;
Η καθημερινότητα του κάθε ζητιάνου διαφέρει πάρα πολύ από άτομο σε άτομο. Δεν είναι μια επαγγελματική ομάδα, όπως οι ρακοσυλλέκτες, για να πούμε ότι έχουν κοινά επαγγελματικές συνήθειες.
Μέσα από την επιτόπια έρευνα, διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει ένα σταθερό “συνεχές” στη ζωή των ζητιάνων, αλλά πολλαπλές διαδρομές που ποικίλλουν ανάλογα με τις καθημερινές συγκυρίες: διαδρομές στους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης για να τους δώσουν λίγα χρήματα, διαπληκτισμοί για την κατάληψη ενός επικερδούς πόστου -μιας γωνιάς, μιας θέσης κοντά στο μετρό, σίτιση στα συσσίτια.
Το διαπίστωσα αυτό ακολουθώντας ορισμένους, με τους οποίους ανέπτυξα στενές σχέσεις κατά τη διάρκεια της περιήγησής τους στην πόλη.
Αρκετοί επιστρέφουν το απόγευμα στη γειτονιά τους -Πατήσια, Κολωνό, Σεπόλια-, όπου πολλοί δεν γνωρίζουν ότι είναι ζητιάνοι. Αρκετοί πάλι έχουν δεύτερες συμπληρωματικές μικροεργασίες, προκειμένου να συμπληρώσουν το εισόδημά τους.
Οι παραπάνω “αόρατες” όψεις γίνονται ορατές, όπως και ένα πλήθος άλλων παραμέτρων: κίνητρα, στρατηγικές, αναπαραστάσεις, μόνο μέσα από τη συστηματική πολυτοπική εθνογραφία.
Τις πολυεπίπεδες αυτές κινήσεις των ζητιάνων, που δεν σηματοδοτούν μόνο μετακίνηση στον χώρο, αλλά πολύ περισσότερο σχετίζονται με στρατηγικές επιβίωσης, ζητήματα παρουσίασης του εαυτού και ταυτότητας, μπόρεσα να καταγράψω μετακινούμενος κι εγώ μαζί τους, ακολουθώντας τους στην καθημερινότητά τους.
● Πώς θα συνοψίζατε τα βασικότερα συμπεράσματα από την πολύχρονη έρευνά σας;
Σε αντίθεση με όσα πιστεύουμε, περίπου οι μισοί ζητιάνοι ήταν Ελληνες. Ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση του 2010, οι Ελληνες αυξήθηκαν πολύ σε σχέση με το παρελθόν.
Επίσης, αύξηση σημείωσαν οι μετανάστες, οι οποίοι κατά το παρελθόν ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα και μετά την κρίση έχασαν τις δουλειές τους.
Οι περισσότεροι ζητιάνοι δεν ανταποκρίνονται στις στερεοτυπικές αντιλήψεις που έχουμε για εκείνους, πως δηλαδή είναι μέλη κυκλωμάτων από το εξωτερικό, που βασικά μας εξαπατούν για να λάβουν χρήματα.
Επίσης, δεν δρουν τυχαία: Αντίθετα με όσα πιστεύει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, η δράση τους χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες στρατηγικές υπολογισμού του χώρου που θα καταλάβουν, του χρονικού διαστήματος της ημέρας ή της εβδομάδας κατά τον οποίο θα ζητιανέψουν.
Σημαντική επίσης είναι η επιλογή ενός κοινωνικού “ρόλου” προκειμένου να γίνουν αρεστοί και να κερδίσουν τη χρηματική βοήθεια των περαστικών.
Οι άνθρωποι αυτοί, μέσα στον καθημερινό τους αγώνα για επιβίωση, έχουν αναπτύξει και δικές τους πολιτισμικές εκφράσεις.
Μιλάμε συχνά για τις περιθωριοποιημένες ομάδες και εστιάζουμε αποκλειστικά σε οικονομικές παραμέτρους. Ξεχνάμε ότι και οι άνθρωποι αυτοί διαμορφώνουν τη δική τους κουλτούρα.
Τρόποι ζωής, αξιακοί κώδικες, συμπεριφορικοί κώδικες, ατομικές και συλλογικές νοοτροπίες, αντιλήψεις και συνήθειες έξω από τα δικά μας όρια και εκτός των καθιερωμένων δομών που όμως υπάρχουν και καθημερινά συγκροτούν τη ζωή των ανθρώπων αυτών.
Ο “μύθος” του απόλυτου αποκλεισμού: Δεν ήταν όλοι οι ζητιάνοι στην έρευνα αποκλεισμένοι από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Μάλιστα, στο μικρο-επίπεδο της γειτονιάς, πολλοί κάτοικοι τους βοηθούσαν σε καθημερινή βάση, εκφράζοντας έτσι έμπρακτα την αλληλεγγύη τους.
● Εχουμε συνηθίσει να συνδέουμε τη λαογραφία μόνο με το παρελθόν. Γιατί την ενδιαφέρει το κοινωνικό περιθώριο;
Η λαογραφία, πέρα από το παρελθόν, κατεξοχήν μελετά ανθρωπολογικά και τις εκφάνσεις του παρόντος.
Αρκετοί τη συγχέουν με τις ρομαντικές περιγραφές παλαιότερων εποχών που γίνονταν κυρίως από ερασιτέχνες.
Ομως η λαογραφία είναι μια σύγχρονη, δυναμική κοινωνική επιστήμη. Μέσα από την επιτόπια εθνογραφική έρευνα και σε συνεργασία με τις άλλες συγγενείς επιστήμες (κοινωνική ανθρωπολογία, κοινωνιολογία κ.ά.), προσεγγίζει κοινωνικά φαινόμενα από όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής. Δεν είναι τώρα η πρώτη φορά, με την έρευνα για την επαιτεία, που η λαογραφία ασχολείται με την κοινωνική περιθωριοποίηση.
Για παράδειγμα, λαογράφοι όπως ο καθηγητής Ευάγγελος Αυδίκος και η Αννα Λυδάκη, έχουν ασχοληθεί με τους Ρομά, ενώ ο καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας, Βασίλης Νιτσιάκος, έχει δώσει συστηματικές μελέτες για τους Αλβανούς μετανάστες, τη ζωή τους και την καθημερινότητά τους στην Ελλάδα.
Μαρτυρίες
«Από τη σύνταξή μου, 300 ευρώ δίνω στα παιδιά, μ’ όσα μου δίνουν εδώ οι άνθρωποι που ’ρχονται να ανάψουν ένα κεράκι, ζω και ελπίζω κάτι να γίνει»
☛ «Δεν βγήκα μπροστά στην εκκλησία επειδή μ’ άρεσε, η ανάγκη με έκανε να βγω. Παίρνω μια σύνταξη 468 ευρώ. […] Η ζωή δεν είναι εύκολη, η ζωή έχει όλο βάσανα. Να εγώ, μεγάλη γυναίκα, ζητάω βοήθεια από την εκκλησία και τους περαστικούς. Η ρημάδα η ανάγκη βλέπεις, να ’χω δύο παιδιά άνεργα και ο ένας να ’χει και μωρό. Είπα για άλλη μια φορά να βάλω πλάτη και να μην το βάλω κάτω. Λέω, Χ..., πρέπει να φανείς δυνατή και να σταθείς στα παιδιά σου, όπως στεκόσουνα πάντα, και τότε που ζούσε ο Κώστας και μετά που έφυγε. Η ζωή είναι αγώνας και πρέπει και εμείς οι μεγαλύτεροι και εσείς οι νέοι να μη το βάζουμε κάτω. […] Από τη σύνταξή μου, 300 ευρώ δίνω στα παιδιά και με τα υπόλοιπα και μ’ όσα μου δίνουν εδώ οι άνθρωποι που ’ρχονται να ανάψουν ένα κεράκι, να προσευχηθούν, ζω και ελπίζω κάτι να γίνει, να πάνε τα πράματα πιο καλά, να βρούνε μια δουλειά οι γιοι μου και έτσι να σταματήσω και γω να ζω από τον δρόμο»: είναι η μαρτυρία της Χ, 78 χρονών...
☛ «Πάντοτε, από τότε που πρωτοβγήκα να ζητάω χρήματα στον δρόμο για να ζήσω εγώ και τα παιδιά μου, κοίταγα να πάω πιο μακριά από το σπίτι μου, γιατί δεν θέλω για τα παιδιά μου και για μένα... πως να σ΄το πω, όταν βγεις να ζητιανέψεις θα σου την κολλήσουνε τη ρετσινιά, δηλαδή πως βαριέσαι και γίνεσαι φόρτωμα στην κοινωνία (...) και για τα παιδιά μου δεν ήθελα, ξέρεις... να λένε τα παιδιά της ζητιάνας (...) Εδώ με μάθανε πια με τον καιρό, ενώ στη γειτονιά και στην πολυκατοικία, ούτε που τους περνάει από το μυαλό πώς τα βγάζω πέρα...»: από συνέντευξη της Κ.
[*] http://www.efsyn.gr/arthro/zitianos-aytos-o-agnostos
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η περιθωριοποίηση του ανθρώπου
Από τη γενιά των 700 στη γενιά των 380 ευρώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου